θυρεοειδίτιδα

θυρεοειδίτιδα
η
φλεγμονή του θυρεοειδούς αδένα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θυρεοειδίτιδα — η ιατρ. φλεγμονή τού θυρεοειδούς αδένα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thyroiditis < thyroid (πρβλ. θυρεοειδής) + itis (πρβλ. ίτις)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”